Το Management της Νέας Εποχής IV
KNOWLEDGE MANAGEMENT
Του ΝΙΚΟΥ ΚΕΛΠΕΚΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Εδώ και ένα χρόνο, από τότε που επισήμως η χώρα είναι δηλωμένη σε κατάσταση οικονομικής κρίσης και διεθνούς επιτήρησης, ένα ακόμη παράδοξο ήρθε να προστεθεί στο σήριαλ των αντίθετων στη λογική φαινομένων, που χαρακτηρίζει τον κυρίαρχο μέχρι σήμερα -και νυν πνέοντα τα λοίσθια- τρόπο σκέψης και δράσης των ιθυνόντων του νεοελληνικού επιχειρησιακού γίγνεσθαι. Πρόκειται για την απότομη και έντονη μείωση των ενεργειών επαγγελματικής κατάρτισης των επιχειρήσεων προς όφελος των εργαζομένων τους.
Αντιμετωπίζοντας, ως επί το πλείστον, την επαγγελματική εκπαίδευση και συνεχή κατάρτιση ως ένα είδος περιττής πολυτέλειας και χασίματος χρόνου, η ελληνική (κατά κανόνα μικρή έως μεσαία) επιχείρηση χρηματοδοτούσε, κατά την τελευταία δεκαετία, εκπαιδευτικές ενέργειες κυρίως για να μην πάνε χαμένες οι εισφορές της στο ΛΑΕΚ ή/και για να προβάλλει, προς τα μέσα και προς τα έξω, τις μη χρηματικές παροχές της προς το ανθρώπινο δυναμικό ή/και ελπίζοντας, γενικά και απροσδιόριστα, σε κάποια κατοπινή βελτίωση των επιδόσεων του προσωπικού. Όποια και αν ήταν η σκοπιμότητα, η ουσία παραμένει ότι η πλειοψηφία των μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων δεν είχε πίστη στην αξία της εκπαίδευσης ως μείζον εργαλείο ανάπτυξής τους. Διαπίστωση που εύκολα τεκμηριώνεται από την παντελή έλλειψη ετήσιου σχεδιασμού εκπαιδευτικών ενεργειών, προκύπτοντος από τα αποτελέσματα ουσιαστικής αξιολόγησης του ανθρώπινου δυναμικού και από την ενδελεχή καταγραφή των εκάστοτε αναγκών σε γνώση και τεχνογνωσία και συνοδευόμενου από τον αντίστοιχο προϋπολογισμό χρηματοδότησης του.
Έτσι, είχαμε μέχρι τώρα έναν (όποιο[1]) όγκο εκπαιδευτικής δραστηριότητας, που λειτουργούσε για τις επιχειρήσεις-αποδέκτες περισσότερο ως πρόσχημα παρά ως ουσιαστικό εργαλείο ανάπτυξης.
Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτή την προσχηματική στάση των επιχειρήσεων απέναντι στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, κατά κόρον κολάκευσαν και καλλιέργησαν κάποιοι (κατ’ όνομα μόνο) σύμβουλοι επιχειρήσεων και πάροχοι εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίοι, με την ανοχή των επιχειρήσεων-πελατών τους και αποσκοπώντας στο εύκολο και γρήγορο κέρδος, κυριολεκτικά εξύβρισαν και συκοφάντησαν την έννοια της επαγγελματικής εκπαίδευσης και συνεχούς κατάρτισης, παρέχοντας «υπηρεσίες» χείριστης ποιότητας.
Όπως και σε όλα τα άλλα, φτάσαμε και στο θέμα της εκπαίδευσης εδώ που είμαστε σήμερα. Και κατά την προσωπική μου τουλάχιστον αντίληψη, το θέμα εφεξής έγκειται στο τί πρέπει να κάνουμε για να μην αναπαράξουμε στο μέλλον τα σφάλματα του παρελθόντος.
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Με την εκδήλωση λοιπόν της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η ταλαίπωρη εκπαιδευτική δραστηριότητα αφενός μειώνεται τόσο δραστικά όσο και ανορθολογικά και, αφετέρου, αρχίζει να υφίσταται καινούργιες προσβολές από διάφορους εμπόρους «σεμιναρίων», οι οποίοι -αμετανόητοι!- σας καλούν να «εκπαιδευθείτε» για το πώς θα πρέπει να διοικήσετε, να επικοινωνήσετε, να οργανωθείτε… αλλά κυρίως να πουλήσετε «σε περίοδο κρίσης»!
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά μέσα σε αυτό το γενικευμένο χάος.
Ναι! Σε περίοδο κρίσης, η ανάγκη επαγγελματικής εκπαίδευσης όντως επιτείνεται: τότε χρειάζεται και ωφελεί περισσότερο. Το να ανατρέχουμε, κατά τις δύσκολες ώρες, στα μείζονα εργαλεία διοίκησης και ανάπτυξης επιχειρήσεων, όπως είναι η εκπαίδευση, είναι επιτακτικό!
Ναι! Να μάθουμε καινούργιες λογικές και πρακτικές, που θα μας βοηθήσουν εφεξής -κατά την κρίση, αλλά και μετά την κρίση- ν’ αναπτυχθούμε με συνέχεια, συνάφεια και συνοχή.
Όχι όμως σε εκπαιδευτικές ψευδοσυνταγές και ματζούνια δήθεν αντιμετώπισης της κρίσης! Η κρίση θέλει Αλλαγή! Δεν βγαίνεις από την κρίση με τα μυαλά που σ’ έβαλαν σ’ αυτήν. Στην κρίση, η επαγγελματική εκπαίδευση δεν είναι παυσίπονο ούτε θεραπεία-σοκ: είναι φιλοσοφία, είναι πεποίθηση, είναι άποψη, είναι πολιτική, είναι στάση και συμπεριφορές των ανθρώπων της επιχείρησης!
Η επιχείρηση, ως κοινωνική ομάδα που σκέφτεται και δρα, παράγει αδιάκοπα γνώση, η οποία γίνεται κτήμα των ατόμων που αποτελούν την ομάδα και ανταλλάσσεται ανάμεσά τους. Η γνώση αυτή δεν αποτελεί ένα είδος υποπροϊόντος της δράσης της επιχείρησης: είναι η πεμπτουσία του επιχειρείν: όπως η άλλη ιδιότητα της ύλης είναι η ενέργεια, έτσι και η δράση μεταλλάσσεται σε γνώση. Αυτή η γνώση επιτρέπει την επιχείρηση ν’ ανταπεξέρχεται στην πολυπλοκότητα του εξωτερικού και του εσωτερικού περιβάλλοντος, να προσαρμόζεται σε ολοένα αυξανόμενες και σύνθετες απαιτήσεις και να διαφοροποιείται: η γνώση αποτελεί την πρώτη ύλη δημιουργίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος!
Τί συμβαίνει όμως με τη γνώση, όταν η επιχείρηση αναγκάζεται να προβεί σε απολύσεις, ειδικά όταν, λόγω κρίσης, οι απολύσεις αυτές είναι πολυάριθμες ή -ακόμα χειρότερα- μαζικές;
-
Μαζί με τους ανθρώπους που θα φύγουν, κινδυνεύει να ωθήσει προς τον ανταγωνισμό ή ν’ αδρανοποιήσει στην ανεργία ένα μέρος της γνώσης της.
-
Αυτοί που θα μείνουν, ενστικτωδώς και αμυντικά θα υιοθετήσουν μια πιο φειδωλή στάση ανταλλαγής ή/και μετάδοσης της γνώσης που κατέχουν. Κάποιοι κακοπροαίρετοι δε, θα εκβιάσουν την επιχείρηση, αρνούμενοι να κάνουν χρήση της γνώσης τους.
-
Οι όποιοι καινούργιοι προσέλθουν (κάποια στιγμή), θα έχουν δυσκολία ή/και αδυναμία πρόσβασης στη γνώση της επιχείρησης.
Αλλά και πριν να επέλθει η κρίση, στη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων η γνώση (της) αποτελούσε και αποτελεί το περιφρονημένο παραπαίδι (της). Η γνωστική κληρονομιά της τυπικής ελληνικής επιχείρησης είναι τόσο αφηρημένη και τόσο απροσδιόριστη, που ελάχιστα χρησιμοποιείται με οργανωμένο τρόπο κατά την παραγωγή έργου. Ακόμα λιγότερο μεθοδεύεται συστηματικά η καλλιέργεια και η μετάδοσή της. Η διαχείριση της γνώσης δεν αποτελεί αντικείμενο (στρατηγικού) σχεδιασμού στη μέση ελληνική επιχείρηση.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΤΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Η διαχείριση γνώσης (knowledge management) αποτελεί ένα σύνολο μεθόδων, τεχνικών και πρακτικών που αποσκοπούν στην οργάνωση (εντοπισμός, ταυτοποίηση, ανάλυση, κατηγοριοποίηση, τυποποίηση, «αποθήκευση») της επιχειρησιακής γνώσης (ενδοεπιχειρησιακά παραγόμενη τεχνογνωσία και εξωεπιχειρησιακή απόκτηση γνώσης), με σκοπό αφενός την διαφύλαξή της και αφετέρου την διατήρησή της.
Παράλληλα, για μεγάλο αριθμό θεωρητικών[2] της τέχνης της διοίκησης και στηριζόμενη σε σημαντικό επιστημονικό υπόβαθρο[3], η διαχείριση γνώσης αποτελεί ένα απαραίτητο εργαλείο του σύγχρονου management.
Κάθε καινούργια επιχειρησιακή γνώση έχει ως πηγή και φορέα τον άνθρωπο (άτομο ή ομάδα) και έχει αρχικά άρρητο χαρακτήρα, δεν διατυπώνεται δηλαδή «φωναχτά» με αυθόρμητο τρόπο. Δεν είναι λοιπόν προφανές ότι αυτή η καινούργια γνώση μπορεί να καταστεί αυτόματα πρόδηλη, σαφής.
Εναπόκειται λοιπόν στη λειτουργία του management, να μεριμνήσει γι αυτό. Η πρό(σ)κληση έγκειται στο να επιτύχουμε τον εντοπισμό, την εκδήλωση (πρόδηλο), την τεκμηρίωση, την τυποποίηση, την διάσωση («αποθήκευση») και τη μεθόδευση των «καταχωνιασμένων» (άρρητες) γνώσεων, ώστε να μπορέσουμε, στη συνέχεια, να τις θέσουμε στη διάθεση και χρήση ολόκληρης της επιχείρησης.
Αυτό απαιτεί, πέρα από την αποκάλυψη των λανθανουσών γνώσεων, να εγκαταστήσουμε ένα μόνιμο ενδοεπιχειρησιακό μαθησιακό πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει όλες εκείνες τις ενέργειες που ξεδιπλώνονται κυκλικά από τον εντοπισμό των εκπαιδευτικών αναγκών, κατά την αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού, μέχρι την υλοποίηση εκπαιδευτικών δράσεων (σεμιναρίων συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης) και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους κατά την επαναξιολόγηση των ανθρωπίνων πόρων.
Ο χώρος και η σκοπιμότητα αυτού του άρθρου δεν μου επιτρέπουν να επεκταθώ σε μία περαιτέρω τεχνική ανάλυση-παρουσίαση του εργαλείου «Διαχείριση Γνώσης», το οποίο αποτελεί από μόνο του ευρύτατο γνωστικό αντικείμενο της διοικητικής τέχνης και που ένας manager μπορεί να κατακτήσει παρακολουθώντας σχετικά σεμινάρια συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης.
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΥΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Το παρόν άρθρο εμφανίζεται κάτω από τον υπέρτιτλο της σειράς «Το Management της Νέας Εποχής», η οποία έχει σαν στόχο να παρουσιάσει-προβάλλει αυτό που θεωρούμε τους τέσσερις πυλώνες της σύγχρονης διοίκησης, όπως αυτή εφαρμόζεται επιτυχώς στις επιχειρήσεις με πραγματική διοικητική παιδεία.
Η Διαχείριση Γνώσης (Knowledge Management) αποτελεί τη βάση, το υπόβαθρο επάνω στο οποίο η ελληνική επιχείρηση οφείλει εφεξής να στηρίξει τη Διαχείριση Αλλαγής (Change Management) της, της μετουσίωσής της σε έναν οργανισμό της ελεύθερης αγοράς, της δημιουργικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγής πλούτου (υλικού και άυλου), χωρίς τα δεκανίκια της διαπλοκής με το διεφθαρμένο κράτος, χωρίς τις όποιες λοβιτούρες και, κυρίως, χωρίς τις νεοελληνικής έμπνευσης πρακτικές «διαισθητικής» διοίκησης και διαχείρισης των ανθρωπίνων και μη πόρων της.
Τα τελευταία 30 χρόνια είδαμε να γεννάται αυτό το εκτρωματικό μοντέλο της νεοελληνικής μικρής και μικρομεσαίας επιχείρησης, που σαν μοναδικό λόγο ύπαρξης είχε τον εύκολο, γρήγορο και αποκλειστικά χρηματικό πλουτισμό του «επιχειρηματία». Κάποιοι υπήρξαν τόσο απροκάλυπτα ευκαιριακοί, οπορτουνιστές και διεφθαρμένοι, ώστε από μια στιγμή και μετά -αδιάφοροι πλέον- εγκατέλειψαν κυριολεκτικά την επιχείρησή τους στη μοίρα της. Εξ αιτίας τους σπίτια (εργαζομένων, προμηθευτών,…) έκλεισαν και άνθρωποι δυστύχησαν. Είναι λοιπόν συνυφασμένη με την διαχείριση της αλλαγής, η Διαχείριση Επιχειρησιακής Συνέχειας (Business Continuity Management). Πρέπει να αντιληφθούμε επιτέλους την επιχείρηση ως μία συλλογική και διαχρονική οντότητα, η οποία -μακράν του να ταυτίζεται με το πρόσωπο του επιχειρηματία- έχει ρόλο και αποστολή, που ξεπερνούν σε διάρκεια μία ανθρώπινη ζωή ή ακόμα και πολλές γενιές ανθρώπων.
[1] Ασχέτως του όγκου της σε ανθρωποώρες εκπαίδευσης, σε αριθμό καταρτισθέντων ή σε χρήμα, είναι πρακτικά αδύνατο να εκτιμήσουμε εάν η εκπαιδευτική δραστηριότητα είναι πλεονασματική ή ελλειμματική, δηλαδή εάν καλύπτει ή όχι τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων, εφόσον δεν υπάρχει συστηματική αξιολόγηση και καταγραφή των αναγκών αυτών.
[2] Ενδεικτικά: Charles Savage, Peter Drucker, Debra Amidon, Eunika Mercier-Laurent και πλείστοι άλλοι.
[3] Κοινωνικές Επιστήμες, Επιστήμες της Επικοινωνίας & Πληροφόρησης, Οργανωσιακή Θεωρία, Γνωστικές Επιστήμες, Πληροφορική, κα.